Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

to practise


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο practice παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: to | practise

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
practice n (training) (μουσική, θέατρο)πρόβα ουσ θηλ
  (γενικά ή για συγκεκριμένη δεξιότητα)εξάσκηση ουσ θηλ
 Orchestra practice begins immediately after school.
 Η πρόβα της ορχήστρας αρχίζει αμέσως μετά το σχολείο.
practice n (sports: training)προπόνηση ουσ θηλ
 Our team has practice on Tuesdays and plays games on Thursdays.
 Η ομάδα μας έχει προπόνηση κάθε Τρίτη και αγώνες κάθε Πέμπτη.
practice n (rehearsal)πρόβα ουσ θηλ
 I need to go to band practice after school today to prepare for the concert.
 Πρέπει να πάω στην πρόβα της μπάντας σήμερα μετά το σχολείο για να προετοιμαστώ για τη συναυλία.
practice n (repeated performance)εξάσκηση ουσ θηλ
 The students' drawing practice helped them improve their skill.
 Η εξάσκηση που έκαναν οι μαθητές στο σχέδιο τους βοήθησε να βελτιώσουν τις ικανότητες τους.
practice n (use)εφαρμογή ουσ θηλ
 You need to put your knowledge into practice.
 Πρέπει να βάλεις σε εφαρμογή τις γνώσεις σου.
practice n (custom)συνήθεια, τακτική ουσ θηλ
 The local practice of spending the afternoons in cafes is spreading to other provinces.
 Η τοπική συνήθεια (or: τακτική) του να περνάμε τα απογεύματα στα καφενεία μεταδίδεται και σε άλλες επαρχίες.
practice [sth] (US),
practise [sth] (UK)
vtr
(perform repeatedly)εξασκούμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  κάνω εξάσκηση σε κτ έκφρ
 The six year olds practiced writing the letter C.
 Τα εξάχρονα εξασκήθηκαν στη γραφή του γράμματος C.
practice [sth] (US),
practise [sth] (UK)
vtr
(train in)εξασκούμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  προπονούμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Our team practices blocking on Tuesdays and plays games on Thursdays.
 Η ομάδα μας εξασκείται στα μπλοκαρίσματα κάθε Τρίτη και έχει αγώνες κάθε Πέμπτη.
practice [sth] (US),
practise [sth] (UK)
vtr
(repeat, rehearse)εξασκούμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Practice your piano etudes to gain dexterity.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν εξασκείσαι καθημερινά στο πιάνο, σύντομα θα γίνεις πολύ καλύτερος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
practice n (music: study)μάθημα ουσ ουδ
 As part of my music studies, I have flute practice for three hours every Friday.
practice n (profession)άσκηση επαγγέλματος φρ ως ουσ θηλ
  άσκηση ουσ θηλ
  εργασία, δουλειά ουσ θηλ
  εργάζομαι ρ μ
 He was in practice as the only dentist in a small town.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η άσκηση της ιατρικής πρέπει να γίνεται με υψηλό αίσθημα ευθύνης.
 Εργαζόταν ως ο μοναδικός οδοντίατρος σε μια μικρή πόλη.
practice n (doctor's business)ιατρείο ουσ ουδ
 Dr. Mills opened her practice recently, but she already has many patients.
practice n (lawyer's business)γραφείο ουσ ουδ
  (πολλά άτομα)εταιρεία, εταιρία ουσ θηλ
 I want to work for the best law practice in town.
practice n (law: method)μέθοδος, πρακτική ουσ θηλ
 In copyright matters, you must follow the traditional practice to contest a claim.
practice (US),
practise (UK)
vi
(rehearse)κάνω πρόβα ρ μ + ουσ θηλ
 The band practiced for three weeks before the concert.
practice [sth] (US),
practise [sth] (UK)
vtr
(work at: a profession)ασκώ ρ μ
 This doctor has practised medicine for years.
 Ο εν λόγω γιατρός ασκεί την ιατρική εδώ και χρόνια.
practice [sth] (US),
practise [sth] (UK)
vtr
(religion: observe rules)εφαρμόζω τις αρχές του... περίφρ
  εξασκώ την πίστη μου περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθενται εναλλακτικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση.
 Going to confession is one of the ways in which people practice their Catholicism.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
band practice n (music group's rehearsal)πρόβα ουσ θηλ
 I have band practice after school from 4pm to 6pm.
best practice n (most professional conduct)ενδεδειγμένη πρακτική ουσ θηλ
 Best practice in the medical or mental health field is to take a thorough history from the patient.
common practice n ([sth] customary, [sth] often done)κοινή πρακτική ουσ θηλ
 It is common practice to speak softly in a library. It's common practice to shake hands in business affairs.
family practice n (medical specialization)γενική ιατρική επίθ + ουσ θηλ
football practice (UK),
soccer practice (US)
n
(soccer training)προπόνηση ποδοσφαίρου φρ ως ουσ θηλ
  (καθομ: ερασιτέχνες)ποδόσφαιρο ουσ ουδ
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο γιος μου έχει ποδόσφαιρο στις 5, άρα μάλλον δε θα προλάβω.
football practice (US),
American football practice (UK)
n
(American football training)προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ περίφρ
good practice n (recommended procedure)λογικός, καλός, σωστός επίθ
  φρόνιμος επίθ
  καλή πρακτική επίθ + ουσ θηλ
 It is good practice to start with a simple activity.
group practice n (medical practice)πολυιατρείο ουσ ουδ
 My chiropractor is part of a group practice with 2 Massage Therapists, a Physical Therapist and an Accupunturist.
in practice expr (from a practical point of view)στην πράξη περίφρ
 In practice, it doesn't always go smoothly.
make a practice of doing [sth] v expr (be in the habit of)συνηθίζω να κάνω κτ περίφρ
 Most doctors do not make a practice of calling on patients in their homes.
medical practice n (doctor's business)ιατρείο ουσ ουδ
 His medical practice was a short distance from the hospital.
out of practice adj (not used to doing [sth] anymore)που του λείπει εξάσκηση περίφρ
  που δεν είναι σε φόρμα περίφρ
practice drill n (rehearsal of emergency response) (για σεισμό, φωτιά κλπ.)άσκηση ετοιμότητας φρ ως ουσ θηλ
practice law (US),
practise law (UK)
vtr + n
(work as a lawyer)ασκώ τη δικηγορία περίφρ
  (πιο απλά)εργάζομαι ως δικηγόρος περίφρ
 Sean has been practising law for five years.
practice medicine (US),
practise medicine (UK)
v expr
(work as a doctor)ασκώ την ιατρική περίφρ
  εργάζομαι ως γιατρός περίφρ
  (πιο απλά)είμαι γιατρός ρ έκφρ
 He practices medicine at St. Patrick Hospital.
practice of medicine n (work of a doctor)άσκηση της ιατρικής περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία σε πολλές περιπτώσεις.
 The practice of medicine has made great advances in recent years.
practice philosophy n (company's ethos)επαγγελματική δεοντολογία ουσ θηλ
private practice n (profession: independent)ιδιωτικό γραφείο επίθ + ουσ ουδ
  (γιατρός)ιδιωτικό ιατρείο επίθ + ουσ ουδ
  (είδος σχέσης εργασίας)ιδιωτικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 My doctor no longer works at that big clinic; he has gone into private practice.
private practice n (freelance work)ιδιωτεύω ρ αμ
  (κατά λέξη)ιδιωτικό επάγγελμα επίθ + ουσ ουδ
 If you become a Certified Public Accountant, you can do private practice.
put [sth] in practice,
put [sth] into practice
v expr
(carry [sth] out)εφαρμόζω ρ μ
  θέτω σε εφαρμογή περίφρ
 The new regulations have still to be put into practice. We have worked out the plan, and now it's time to put it into practice.
scope of practice n (area covered by a profession)επαγγελματικές υποχρεώσεις επίθ + ουσ ουδ πλ
 Doing tasks outside of your scope of practice can result in disciplinary action.
unfair practice n (plagiarism, cheating)λογοκλοπία, τυποκλοπία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)αντιγραφή ουσ θηλ
Σχόλιο: η ακριβής μετάφραση εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση to practise στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «to practise».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!